μόρρια

μόρρια
μόρρια και μορρία και μούρρινα, τά, ή μορρίνη και μουρρίνη, ἡ (Α)
1. πολύτιμη ύλη, είδος πορσελάνης από την οποία κατασκεύαζαν αγγεία, ποτήρια και φιάλες και την οποία έφερναν από την Ασία στη Ρώμη, πιθ. ο αχάτης
2. μίμηση γυαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ιρανικό δάνειο, πρβλ. περσ. mori, muri «γυάλινη σφαίρα». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές murra, (vasa) myrrina, murrea].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μόρρια — agate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”